I.kindred [αμερικ ˈkɪndrəd, βρετ ˈkɪndrɪd] ΕΠΊΘ προσδιορ
2. kindred (similar):
II.kindred [αμερικ ˈkɪndrəd, βρετ ˈkɪndrɪd] ΟΥΣ ουσ πλ
- familiares αρσ πλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.