I.aboriginal [αμερικ ˌæbəˈrɪdʒənl, βρετ abəˈrɪdʒɪn(ə)l] ΕΠΊΘ
2. aboriginal (in Australia):
II.aboriginal [αμερικ ˌæbəˈrɪdʒənl, βρετ abəˈrɪdʒɪn(ə)l] ΟΥΣ
1. aboriginal (indigenous inhabitant):
- aborigen αρσ θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.