segmentation [αμερικ ˌsɛɡmənˈteɪʃ(ə)n, βρετ sɛɡmɛnˈteɪʃ(ə)n] ΟΥΣ U
1. segmentation (of job, market):
- división θηλ
2. segmentation ΖΩΟΛ:
- segmentación θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.