immaturity [αμερικ ˌɪməˈtʃʊrədi, βρετ ˌɪməˈtʃɔːrɪti, ˌɪməˈtʃʊərɪti, ˌɪməˈtjɔːrɪti, ˌɪməˈtjʊərɪti] ΟΥΣ U
1. immaturity (lack of development):
- inmadurez θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.