apparatus <pl apparatus> [αμερικ ˌæpəˈrædəs, ˌæpəˈreɪdəs, βρετ ˌapəˈreɪtəs] ΟΥΣ U or C
1. apparatus (equipment):
- aparatos αρσ πλ
2. apparatus ΑΝΑΤ:
- aparato αρσ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.