seizure [αμερικ ˈsiʒər, βρετ ˈsiːʒə] ΟΥΣ
1.3. seizure U or C:
- confiscación θηλ
- embargo αρσ
- seizure (of cargo, contraband)
- confiscación θηλ
- seizure (of cargo, contraband)
- decomiso αρσ
- incautación θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.