I . re·mould, re·mold αμερικ ΡΉΜΑ μεταβ [ˌri:ˈməʊld, αμερικ -ˈmoʊld]
II . re·mould, re·mold αμερικ ΟΥΣ [ˈri:məʊld, αμερικ -moʊld]
remould of a tyre:
-
Runderneuerung θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.