Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „regular annual payment“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

regular annual payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Ground rent is the regular annual payment paid by the leaseholder of a property to the owner of the freehold.
www.ft.com

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文