Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „proctor“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

I . proc·tor [ˈprɒktəʳ, αμερικ ˈprɑ:ktɚ] ΟΥΣ

1. proctor αμερικ (for exam):

proctor

2. proctor βρετ ΠΑΝΕΠ:

proctor
Disziplinarbeamte(r)(-beamtin) αρσ (θηλ)

3. proctor ΝΟΜ:

proctor
Aufsichtsbeamte(r)(-beamtin) αρσ (θηλ) einer Universität

II . proc·tor [ˈprɒktəʳ, αμερικ ˈprɑ:ktɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ

proctor

III . proc·tor [ˈprɒktəʳ, αμερικ ˈprɑ:ktɚ] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to proctor an exam

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Proctor operates a media training business for athletes and broadcasters.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文