Αγγλικά » Γερμανικά

lo·cum [ˈləʊkəm, αμερικ ˈloʊ-] ΟΥΣ esp βρετ, αυστραλ ειδικ ορολ (locum tenens)

lo·cum te·nens <pl -tenentes> [ˌləʊkəmˈtenenz, αμερικ ˌloʊkəmˈti:-, pl -tɪˈnenti:z] ΟΥΣ esp βρετ, αυστραλ ειδικ ορολ

locum tenens
Vertreter(in) αρσ (θηλ)
locum tenens

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文