Αγγλικά » Γερμανικά

kit·ty [ˈkɪti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ

1. kitty παιδ γλώσσ:

Miezekatze θηλ οικ
Mieze θηλ οικ

2. kitty:

[Spiel]kasse θηλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Bubbles often brings his kitties to him for their checkups.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "kitties" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文