Αγγλικά » Γερμανικά

job·ber [ˈʤɒbəʳ, αμερικ ˈʤɑ:bɚ] ΟΥΣ

1. jobber βρετ ιστ (in stocks):

Jobber αρσ

2. jobber αμερικ (wholesaler):

Großhändler(in) αρσ (θηλ)

jobber ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

odd-ˈjob·ber ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

jobber's turn
Courtage θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文