Αγγλικά » Γερμανικά

in·sid·er con·ˈtrol ΟΥΣ ΝΟΜ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ

insider control ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文