Αγγλικά » Γερμανικά

in·doc·tri·nate [ɪnˈdɒktrɪneɪt, αμερικ -ˈdɑ:k-] ΡΉΜΑ μεταβ

to indoctrinate sb
jdn belehren τυπικ

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文