Αγγλικά » Γερμανικά

im·put·ed [ɪmˈpju:tɪd, αμερικ -t̬ɪd] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

imputed ΕΠΊΘ ΛΟΓΙΣΤ

Ειδικό λεξιλόγιο
imputed

imputed cost ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ

Ειδικό λεξιλόγιο
imputed cost

imputed value ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ

Ειδικό λεξιλόγιο
imputed value

imputed depreciation allowance ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

imputed investment income ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

imputed value
imputed interest
imputed cost

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "imputed" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文