Αγγλικά » Γερμανικά

II . ha·zel [ˈheɪzəl] ΟΥΣ

ˈwitch hazel ΟΥΣ no pl

ˈwych haz·el ΟΥΣ βρετ

wych hazel → witch hazel

Βλέπε και: witch hazel

ˈwitch hazel ΟΥΣ no pl

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Eyes :

Rather small, dark brown to hazel, roundish.

www.hund.ch

Augen :

Ziemlich klein, dunkelbraun bis haselnussbraun, rundlich.

www.hund.ch

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文