Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „gyppo“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

gyp·po <pl -s> [ʤɪpəʊ, αμερικ poʊ] ΟΥΣ μειωτ οικ

gyppo
Zigeuner(in) αρσ (θηλ) μειωτ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
By the mid-1950s, overextraction of timber had begun to reduce the economic value of gyppo logging.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "gyppo" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文