Αγγλικά » Γερμανικά

grub·ber [ˈgrʌbəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ

1. grubber:

grubber
Rodewerkzeug ουδ
grubber
Rodehacke θηλ

2. grubber αμερικ οικ (cadger):

grubber
Schnorrer(in) αρσ (θηλ)

ˈmon·ey-grub·ber ΟΥΣ μειωτ

Raffke αρσ ΟΔΓ μειωτ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "grubber" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文