Αγγλικά » Γερμανικά

first in, first out ΟΥΣ, FIFO

last in, first ˈout ΟΥΣ

first-in, first-out ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ

Ειδικό λεξιλόγιο
first-in, first-out (first-in first-out; Methode der Vorratsbewertung)
Fifo-Methode θηλ

last in, first out principle ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文