Αγγλικά » Γερμανικά

I . dob <-bb-> [dɒb] ΡΉΜΑ μεταβ αυστραλ οικ

II . dob <-bb-> [dɒb] ΡΉΜΑ αμετάβ αυστραλ οικ

dob in ΡΉΜΑ μεταβ αυστραλ οικ

to dob in sb to do sth
jdn zu etw δοτ verdonnern

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Susan dobbed me in to Mum

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文