Αγγλικά » Γερμανικά

did·dly [αμερικ ˈdɪdl̩i] ΟΥΣ esp αμερικ αργκ

diddly
diddly
niente αργκ
to know diddly
to not matter diddly
scheißegal sein χυδ

did·dly-squat [αμερικ ˈdɪdl̩i-] ΟΥΣ esp αμερικ αργκ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to not matter diddly
to know diddly

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "diddly" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文