Αγγλικά » Γερμανικά

deep-ˈdis·count·ed ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ

deep ˈdis·count ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ

deep discount ΟΥΣ handel

Ειδικό λεξιλόγιο

deep ˈdis·count bond ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

deep-discounted rights issue

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文