Αγγλικά » Γερμανικά

cor·us·cat·ing [ˈkɒrəskeɪtɪŋ, αμερικ ˈkɔ:rəskeɪt̬-] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό

coruscating
coruscating wit μτφ

cor·us·cate [ˈkɒrəskeɪt, αμερικ ˈkɔ:r-] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

coruscating wit μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "coruscating" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文