Αγγλικά » Γερμανικά

capacity to draw checks ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

active capacity to draw or indorse checks phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

capacity to draw or indorse checks ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文