Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „assisted person“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

as·sist·ed ˈper·son ΟΥΣ ΝΟΜ

Empfänger(in) αρσ (θηλ) von Beratungs- und Prozesskostenhilfe

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "assisted person" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文