Αγγλικά » Γερμανικά

abutting owner ΟΥΣ ΑΚΊΝ

Ειδικό λεξιλόγιο
abutting owner (Anrainer)
Anlieger αρσ

I . abut <-tt-> [əˈbʌt] ΡΉΜΑ μεταβ no passive

an etw αιτ grenzen
abutting owner ΝΟΜ
Anlieger(in) αρσ (θηλ)

II . abut <-tt-> [əˈbʌt] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

abutting owner ΝΟΜ
Anlieger(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "abutting" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文