Αγγλικά » Γερμανικά

mcp [ˌemsi:ˈpi:] ΟΥΣ οικ

mcp συντομογραφία: male chauvinist pig

mcp
Chauvinist αρσ μειωτ
mcp
Chauvi αρσ οικ
mcp
Macho αρσ οικ
mcp
Chauvinistenschwein ουδ μειωτ χυδ

Βλέπε και: male chauvinist

male ˈchau·vin·ist ΟΥΣ μειωτ

Chauvinist αρσ μειωτ
Chauvi αρσ οικ
Macho αρσ οικ

male chau·vin·ist ˈpig, mcp ΟΥΣ μειωτ

Chauvinistenschwein ουδ μειωτ χυδ

MCP [ˌemsi:ˈpi:] ΟΥΣ

MCP συντομογραφία: Market Clearing Price

MCP

MCP ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "mcp" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文