Αγγλικά » Γερμανικά

Bri·tan·nic [brɪˈtænɪk] ΕΠΊΘ αμετάβλ dated

Britannic

Bri·tan·nic Maj·es·ty [brɪˌtænɪkˈmæʤəsti] ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

His/Her Britannic Majesty

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
He calls himself Britannic for some time, but eventually re-acclimates himself to his old life.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Britannic" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文