Αγγλικά » Γερμανικά

as·cot [ˈæskət, αμερικ -kɑ:t] ΟΥΣ

As·cot ˈheat·er® ΟΥΣ βρετ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

the race meet at Ascot

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
The evidence includes the individual's attire (such as the length of the hair pipe breastplate and the ascot tie).
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文