conservation [βρετ kɒnsəˈveɪʃ(ə)n, αμερικ ˌkɑnsərˈveɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. conservation (of nature, natural resources):
2. conservation (of heritage):
- conservation θηλ
3. conservation ΦΥΣ:
- conservation θηλ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.