acquisition [βρετ ˌakwɪˈzɪʃ(ə)n, αμερικ ˌækwəˈzɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. acquisition (gen):
- acquisition θηλ
2. acquisition ΧΡΗΜΑΤΟΠ (company):
- achat αρσ
3. acquisition (process):
- acquisition θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.