Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσακίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . τσακί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tsaˈcizɔ] VERB μεταβ

1. τσακίζω (σπάζω):

τσακίζω

2. τσακίζω (χαρτί):

τσακίζω

3. τσακίζω (για αρρώστια):

τσακίζω

II . τσακίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. τσακίζομαι (σπάζω):

2. τσακίζομαι (φεύγω):

hau ab!

Παραδειγματικές φράσεις με τσακίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский