Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμβουλεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . συμβουλ|εύω <-εψα, -εύτηκα> [siɱvuˈlɛvɔ] VERB μεταβ

συμβουλεύω κάποιον να
jdm raten zu

II . συμβουλεύομαι VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με συμβουλεύω

συμβουλεύω κάποιον να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский