Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύμβουλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύμβουλος [ˈsiɱvulɔs] SUBST mf

1. σύμβουλος (συμβουλάτορας):

σύμβουλος
Ratgeber(in) αρσ (θηλ)

2. σύμβουλος (επαγγελματίας):

σύμβουλος
Berater(in) αρσ (θηλ)
σύμβουλος διαφημίσεων
Werbeberater(in) αρσ (θηλ)
σύμβουλος επενδύσεων
Anlageberater(in) αρσ (θηλ)
νομικός/νομική σύμβουλος
Rechtsberater(in) αρσ (θηλ)
σύμβουλος τίτλων
Effektenberater(in) αρσ (θηλ)

3. σύμβουλος (μέλος συμβουλίου):

σύμβουλος
Rat αρσ (Rätin) θηλ
δημοτικός σύμβουλος
Gemeinderat αρσ (Gemeinderätin) θηλ
δημοτικός σύμβουλος
Stadtrat αρσ (Stadträtin) θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με σύμβουλος

δημοτικός σύμβουλος
Gemeinderat αρσ (Gemeinderätin) θηλ
σύμβουλος διαφημίσεων
Werbeberater(in) αρσ (θηλ)
σύμβουλος επενδύσεων
Anlageberater(in) αρσ (θηλ)
σύμβουλος τίτλων
Effektenberater(in) αρσ (θηλ)
νομικός/νομική σύμβουλος
Rechtsberater(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский