l’accetta στο λεξικό PONS

l’accetta Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

fatto (o tagliato) con l’accetta fig
fatto (o tagliato) con l’accetta (persona)

Αναζήτηση στο λεξικό

Ιταλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski