giaciuto στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για giaciuto στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

giacere [dʒaˈtʃere] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για giaciuto στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

giaciuto στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για giaciuto στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

giaciuto μετ παρακειμ di giacere

Βλέπε και: giacere

giacere <giaccio, giacqui, giaciuto> [dʒa·ˈtʃe:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ +essere

giacere <giaccio, giacqui, giaciuto> [dʒa·ˈtʃe:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ +essere

Μεταφράσεις για giaciuto στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

giaciuto Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Sharaz-de, figlia di un umile contadino, salutato il padre si offre come vittima di sua spontanea volontà e, dopo aver giaciuto col re, prende a raccontargli una storia.
it.wikipedia.org
L'unica persona con cui non ha giaciuto è lo storpio del paese.
it.wikipedia.org
Provando pietà per la donna che ha giaciuto col monaco, la conforta macchiandosi dello stesso peccato del monaco.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "giaciuto" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski