Vorbringen <-s> SUBST ουδ ενικ
1. Vorbringen ΝΟΜ (Einlegen):
-
Vorbringen
-
προσκόμιση θηλ
-
Vorbringen
-
πρόταση θηλ
-
Vorbringen
-
παρουσίαση θηλ
-
Vorbringen von Beweismaterial
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.