Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: δικαιολογώ και δικαιολογία

δικαιολογία [ðicɛɔlɔˈjia] SUBST θηλ

1. δικαιολογία (ως υπεράσπιση του εαυτού μου):

2. δικαιολογία (λόγος):

Begründung θηλ

δικαιολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðicɛɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский