Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: χρεοκοπώ , χρεοκοπία , χρεοκοπημένος και χρεοκόπος

χρεοκοπία [xrɛɔkɔˈpia] SUBST θηλ

χρεοκοπ|ώ <-είς, -ησα, -ημένος> [xrɛɔkɔˈpɔ] VERB αμετάβ

1. χρεοκοπώ (για επιχείρηση):

2. χρεοκοπώ μτφ (αποτυχαίνω):

χρεοκοπημέν|ος <-η, -ο> [xrɛɔkɔpiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

χρεοκόπος [xrɛɔˈkɔpɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский