Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: φυσιοκρατία , αυτοκρατόρισσα , φυσιολατρία , φυσιογραφία και φυσιοκράτης

φυσιοκρατία [fisiɔkraˈtia] SUBST θηλ

1. φυσιοκρατία φιλος:

Naturalismus αρσ

2. φυσιοκρατία ΟΙΚΟΝ:

αυτοκράτορας [aftɔˈkratɔras] SUBST αρσ, αυτοκρατόρισσα, αυτοκράτειρα [aftɔkraˈtɔrisa [ή aftɔˈkratira] ] SUBST θηλ

φυσιοκράτης (φυσιοκράτισσα) [fisiɔˈkratis, fisiɔˈkratisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

φυσιοκράτης (φυσιοκράτισσα)
Physiokrat(in) αρσ (θηλ)

φυσιογραφία [fisiɔɣraˈfia] SUBST θηλ ΓΕΩΛ

φυσιολατρία [fisiɔlaˈtria] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский