Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φορτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φορτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [fɔrˈtizɔ] ΗΛΕΚ

φορτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский