Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φιγουράρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φιγουράρ|ω <-ισα> [fiɣuˈrarɔ] VERB αμετάβ

1. φιγουράρω (κάνω φιγούρα):

φιγουράρω

2. φιγουράρω (κάνω εντύπωση):

φιγουράρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский