Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φίμωτρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φίμωτρο [ˈfimɔtrɔ] SUBST ουδ

1. φίμωτρο (για ζώο):

φίμωτρο
Maulkorb αρσ

2. φίμωτρο (για τρομπέτα):

φίμωτρο
Dämpfer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский