Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φίμωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φίμωσ|η <-εις> [ˈfimɔsi] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

φίμωση
Phimose θηλ
φίμωση (σκύλου) θηλ
φίμωση (ανθρώπου) θηλ
Knebelung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский