Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπονοώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . υπονο|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [ipɔnɔˈɔ] VERB μεταβ

1. υπονοώ (υποδηλώνω):

υπονοώ κάτι
auf etw αιτ hindeuten

2. υπονοώ (θέλω να πω, εννοώ):

υπονοώ

II . υπονοούμαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με υπονοώ

υπονοώ κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский