Ελληνικά » Γερμανικά

υπεροπτικ|ός <-ή, -ό> [ipɛrɔptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

υπερόπτης (υπερόπτισσα) [ipɛˈrɔptis, ipɛˈrɔptisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπερόπτης (υπερόπτισσα)

υπεροψία [ipɛrɔˈpsia] SUBST θηλ

φαφούτ|ης <-ηδες> [faˈfutis] SUBST αρσ, φαφούτα [faˈfuta], φαφούτισσα [faˈfutisa] SUBST θηλ

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

τσιφούτης [tsiˈfutis] SUBST αρσ, τσιφούτα [tsiˈfuta], τσιφούτισσα [tsiˈfutisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский