Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερόπτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερόπτης (υπερόπτισσα) [ipɛˈrɔptis, ipɛˈrɔptisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπερόπτης (υπερόπτισσα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский