Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τύψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τύψ|η <-εις> [ˈtipsi] SUBST θηλ

τύψη
Gewissensbiss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский