Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τωρινός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τωριν|ός <-ή, -ό> [tɔriˈnɔs] ΕΠΊΘ

τωρινός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Ελληνικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский