Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τσίκνα , τρίαινα , τσακώνω , οκαρίνα , μαρίνα , καρίνα , Καρίνα και τσάρκα

Καρίνα [kaˈrina] SUBST θηλ (αστερισμός)

καρίνα [kaˈrina] SUBST θηλ

μαρίνα [maˈrina] SUBST θηλ

οκαρίνα [ɔkaˈrina] SUBST θηλ

I . τσακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [tsaˈkɔnɔ] VERB μεταβ

1. τσακώνω (πιάνω):

2. τσακώνω (πιάνω στα πράσα):

II . τσακώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (μαλώνω)

τρίαινα [ˈtriɛna] SUBST θηλ

τσίκνα [ˈtsikna] SUBST θηλ

1. τσίκνα (οσμή κρέατος):

2. τσίκνα (οσμή ούρων):

Harngeruch αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский